- πολυχρωμισμός
- ο, Ν(μικρβλ.) η ιδιότητα τών χρωμογόνων μικροβίων να σχηματίζουν χρωστικές ουσίες διαφόρων χρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… … Dictionary of Greek